- σπορ
- (sport). Αγγλικός όρος νεολατινικής προέλευσης, αποδεκτός σήμερα σ’ όλο τον κόσμο. Αν και παλιότερα ταυτιζόταν με τον αθλητισμό, με τον όρο σ. ενοούμε σήμερα τα αθλήματα, ως οργανωμένες εκδηλώσεις, που αριθμούν μόλις δύο αιώνων ζωή. Από παιχνίδι ή διασκέδαση των λίγων προνομιούχων και από απλή λαϊκή γιορτή, τα σ. έγιναν οργανωμένες εκδηλώσεις για όλους. Στον 18o αι. προτάθηκαν και οι κανονισμοί που τα διέπουν και έγιναν διαχωρισμοί και εξειδικεύσεις για κάθε άθλημα. Στο παρελθόν, κάτι παρόμοιο βρίσκεται μόνο στα χαρακτηριστικά των πανελλήνιων αγώνων (Ολυμπιακοί αγώνες, Ίσθμια, Πύθεια, Νέμεα κλπ.), που η αρχική τους προέλευση ήταν καθαρά θρησκευτική. Δηλαδή οι αντίπαλοι αγωνίζονταν κι έδειχναν τη ρώμη τους, με σκοπό να προσφέρουν τις προσπάθειές τους σε μια ορισμένη θεότητα. Την έντονη σωματική δραστηριότητα, βασικό στοιχείο των σ., την κατανάλωναν οι αθλητές περισσότερο στο στάδιο της προετοιμασίας παρά στο καθαυτό αγώνισμα και την κατέβαλλαν σαν τελετουργική θυσία. Κατά συνέπεια στ’ αγωνίσματα αυτά δεν υπερίσχυσε το κίνητρο της υπεροχής, του συναγωνισμού δηλαδή, αφού ευχαρίστηση τους ήταν να μετέχουν μόνο σε μια εκλεκτή εκδήλωση. Μ’ αυτή την έννοια, η πιο φημισμένη ελληνική εκδήλωση ήταν οι Ολυμπιάδες.
Οι πολυάριθμες ειδικεύσεις στα σ. μπορεί να καταταγούν με διάφορα κριτήρια σε πολλές κατηγορίες. Τα αθλήματα είναι ατομικά ή ομαδικά. Στην πρώτη περίπτωση οι αντίπαλοι βρίσκονται αντιμέτωποι χρησιμοποιώντας μόνο τις προσωπικές τους ικανότητες και δυνάμεις. Στη δεύτερη περίπτωση οι αντίπαλοι είναι δύο ή περισσότεροι και αντιμετωπίζονται με πολλαπλασιασμένες δυνατότητες, ανάλογα με τον αριθμό κάθε ομάδας. Πολλά σ. μπορεί να έχουν ένα ή και τα δύο από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όπως το τένις (ατομικό και διπλό), ο κλασικός αθλητισμός με τα άλματα, ρίψεις, δρόμους (ατομικό) και η σκυταλοδρομία (ομαδικό αγώνισμα).
* * *και σπορτ, το, Ν1. αθλητικό παιχνίδι, άθλημα2. στον πληθ. τα σπορο αθλητισμός3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αθλητισμό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «σπορ ντύσιμο» β. «σπορ παπούτσια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sport].
Dictionary of Greek. 2013.